Λέξη: οροθετώ
Σχετικές λέξεις: οροθετώ
υιοθετώ συνώνυμα
Συνώνυμα: οροθετώ
καθορίζω τα όρια, διαχωρίζω
Μεταφράσεις: οροθετώ
οροθετώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
delimit, demarcate
οροθετώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
delimitar, acotar, demarcar, demarcación, demarcación de, demarcar las
οροθετώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
demarkieren, abzugrenzen, Abgrenzung, abgrenzen, grenzen
οροθετώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
délimitez, cerner, limiter, abornons, restreindre, abornent, borner, délimitons, abornez, délimitent, aborner, rétrécir, délimiter, démarquer, démarcation, délimiter les, de délimiter
οροθετώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
demarcare, delimitare, delimitano, delimitazione, delimitazione delle
οροθετώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
delimitar, divisar, delicioso, demarcar, demarcação, demarcam, delimitação
οροθετώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afbakenen, bakenen, af te bakenen, te bakenen, afbakening
οροθετώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
размежевывать, отграничить, отграничивать, отмежевывать, разграничивать, демаркации, разграничить, демаркацию, демаркировать
οροθετώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
demarcate, avgrense, markere, avgrenser, å avgrense
οροθετώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avgränsa, avgränsar, avgränsning, att avgränsa
οροθετώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
määritellä, rajoittaa, rajata, viitoittaa, rajoitettava, rajattava, rajataan
οροθετώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
afgrænse, afgrænsning, afgrænser, at afgrænse, afgrænsning af
οροθετώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vymezit, omezit, ohraničit, delimitovat, vymezí, vyměřit, vymezují, vytýčení
οροθετώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ograniczać, rozgraniczać, wytyczać granice, wyznaczają, wytyczą, wyznaczenie
οροθετώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megkülönböztet, körülhatárol, elhatárolják, körülhatárolják, körülhatárolja
οροθετώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ayırmak, sınırlarını çizmek, demarcate, sınırlarını çizmek için, demarkasyon gelişimi
οροθετώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розмежуйте, розмежовувати, розмежувати
οροθετώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
caktoj kufijtë, demarkimin, të caktoj kufijtë, demarkon, caktoj
οροθετώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разграничавам, разграничават, определят границите, очертават границите, определи границите
οροθετώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
размяжоўваць
οροθετώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
piiritlema, demarkeerima, piiristamisel, piiritleda, piiritlevad, siis piiritlevad
οροθετώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
omeđiti, demarkirati, demarkira, razgraničenje, razgraničiti, obilježiti
οροθετώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afmarka, demarcate
οροθετώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atskiria, paženklina, paženklinti, atskirtų, demarkuojant
οροθετώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
norobežot, norobežo, norobežotu, norobežotos, nospraust robežas
οροθετώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
демаркираат, обележување, демаркација
οροθετώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
delimita, demarca, demarchează, delimitează, delimiteze
οροθετώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
razmejijo, razmeji, razmejiti, razmejitev, določiti mejo
οροθετώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vymedziť, definovať, určiť, stanoviť, vymedzenie
Τυχαίες λέξεις