Pelo στα ελληνικά
Μετάφραση: pelo, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρίχωμα, στοιβάζω, στοιβάδα, σωρός, στοίβα, γούνα, μαλλιά, τρίχα, μαλλιών, τα μαλλιά, τρίχας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- pelliccia στα ελληνικά - γούνα, τρίχωμα, γούνας, γουνοφόρα, γουνοφόρων, τη γούνα
- pellicola στα ελληνικά - φιλμ, εικόνα, έργο, ταινία, μεμβράνη, μεμβράνης, ταινίας
- peloso στα ελληνικά - μαλλιαρός, τριχωτός, τριχωτό, τριχωτών, τριχωτά, εκ τριχωτών
- peltro στα ελληνικά - κασσίτερος, κασσίτερο, από κασσίτερο, κασσίτερου, πηούτερ
Τυχαίες λέξεις
Pelo στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρίχωμα, στοιβάζω, στοιβάδα, σωρός, στοίβα, γούνα, μαλλιά, τρίχα, μαλλιών, τα μαλλιά, τρίχας
Μεταφράσεις: τρίχωμα, στοιβάζω, στοιβάδα, σωρός, στοίβα, γούνα, μαλλιά, τρίχα, μαλλιών, τα μαλλιά, τρίχας