Pennello στα ελληνικά
Μετάφραση: pennello, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκούπα, πινέλο, βουρτσίζω, βούρτσα, βούρτσας, βουρτσάκι, πινέλου
Μεταφράσεις
- penna στα ελληνικά - λοφίο, στυλό, φτερό, μάντρα, πένα, συσκευή τύπου πένας, πένας, ...
- pennacchio στα ελληνικά - οικόσημο, λοφίο, νέφους, θυσάνου, θύσανο, θύσανος
- penombra στα ελληνικά - ημίφως, παρασκιά, σκιόφως, παρασκιάς, penumbra
- penoso στα ελληνικά - αλγεινός, οδυνηρός, επώδυνος, επώδυνη, οδυνηρή, επώδυνες
Τυχαίες λέξεις
Pennello στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκούπα, πινέλο, βουρτσίζω, βούρτσα, βούρτσας, βουρτσάκι, πινέλου
Μεταφράσεις: σκούπα, πινέλο, βουρτσίζω, βούρτσα, βούρτσας, βουρτσάκι, πινέλου