Πινέλο στα ιταλικά

Μετάφραση: πινέλο, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
spazzola, fratta, folto, pennello, spazzolare, spazzolino, spazzola di, della spazzola
Πινέλο στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πινέλο

πινέλο ξυρισματος omega, πινέλο ρουζ, πινέλο πούδρας, πινέλο ξυρίσματος ασβού, πινέλο για make up, πινέλο λεξικό γλώσσας ιταλικά, πινέλο στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • πιλοτάρω στα ιταλικά - pilotare, pilota, navigare, vai, passare, spostarsi, navigazione
  • πιλότος στα ιταλικά - pilotare, pilota, pilota di, pilot, pilotaggio
  • πινακοθήκη στα ιταλικά - galleria, galleria di, gallery, della galleria
  • πινελιά στα ιταλικά - toccare, affettare, tocco, tastare, contatto, premere, toccate, ...
Τυχαίες λέξεις
Πινέλο στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: spazzola, fratta, folto, pennello, spazzolare, spazzolino, spazzola di, della spazzola