Perpetuo στα ελληνικά
Μετάφραση: perpetuo, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενδελεχής, παντοτινός, αέναος, διαρκής, αέναη, διαρκές, αόριστης διάρκειας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- perpendicolare στα ελληνικά - όρθιος, δοκάρι, τίμιος, κάθετος, κάθετη, κάθετα, κάθετο, ...
- perpetrare στα ελληνικά - διαπράττω, διαπράττουν, διαπράξουν, διάπραξη, τέλεσης
- perplessità στα ελληνικά - σαστίζω, αμηχανία, απορία, αμηχανίας, σύγχυση, η αμηχανία
- perplesso στα ελληνικά - ανίκανος, ανήμπορος, αμηχανία, προβλημάτισε, μπερδεμένος, προβληματισμένος, προβληματισμένοι
Τυχαίες λέξεις
Perpetuo στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενδελεχής, παντοτινός, αέναος, διαρκής, αέναη, διαρκές, αόριστης διάρκειας
Μεταφράσεις: ενδελεχής, παντοτινός, αέναος, διαρκής, αέναη, διαρκές, αόριστης διάρκειας