Λέξη: ανυποχώρητος
Σχετικές λέξεις: ανυποχώρητος
ανυποχώρητος συνώνυμα
Συνώνυμα: ανυποχώρητος
επίμονος, συγκρατητικός, συνεκτικός, σφιχτός
Μεταφράσεις: ανυποχώρητος
ανυποχώρητος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tenacious, staunch, a staunch, adamant, unyielding
ανυποχώρητος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tenaz, tenaces, tenacidad, tenacious
ανυποχώρητος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
klebrig, zäh, hartnäckig, ausdauernd, zähen, zähe
ανυποχώρητος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
consistant, tenace, persévérant, cohérent, tenaces, ténacité, obstiné
ανυποχώρητος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tenace, tenaci, tenacia, tenacious
ανυποχώρητος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tenaz, tenazes, tenacious, persistente, obstinado
ανυποχώρητος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vasthoudend, hardnekkige, vasthoudende, taaie, hardnekkig
ανυποχώρητος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
крепкий, липкий, цепкий, хваткий, вязкий, упорный, неуступчивый, живучи, цепкая, цепкие, цепко
ανυποχώρητος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
seig, seiglivet, utholdende, klebrig, seige
ανυποχώρητος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
seg, envisa, envis, sega, orubbliga
ανυποχώρητος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tarraava, tahmea, kiinnittyvä, tarttuva, liimainen, sitkeä, sitkeästi, sinnikäs, luja, sitkeitä
ανυποχώρητος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ihærdige, vedholdende, sej, sejlivede, sejlivet
ανυποχώρητος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tuhý, vytrvalý, úporný, neústupný, houževnatý, pevný, soudržný, houževnaté, houževnatí, houževnatá
ανυποχώρητος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uporczywy, wytrzymały, trwały, spoisty, nieustępliwy, wierny, wytrwały, tenacious, nieustępliwa, nieustępliwe
ανυποχώρητος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ellenálló, állhatatos, szívós, kitartó, makacs
ανυποχώρητος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
inatçı, kuvvetli, azimli, yapışkan, inatçı bir
ανυποχώρητος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
міцний, грузлий, липкий, завзятий, заповзятий, чіпкий, пильний, чіпкі
ανυποχώρητος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
këmbëngulës, i fortë, këmbëngulëse, ngjitës, kokëfortë
ανυποχώρητος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
упорит, упорити, здрав, силен, здраво слепен
ανυποχώρητος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чэпкі, ўчэпісты, учэпісты, жывучага
ανυποχώρητος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
järjekindel, visa, sitke, vaevarikas, andega
ανυποχώρητος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
otporan, žilav, uporan, ustrajna, ustrajni, ustrajan
ανυποχώρητος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
traustur, lífseigari, lífseigur, þrautseigari
ανυποχώρητος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atkaklus, atkaklūs, wytrwałym, Gajus, kibus
ανυποχώρητος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sīksts, izturīgs, neatlaidīgs, lipīgs
ανυποχώρητος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
истрајни, најистрајните, жилава, тврда, здрав
ανυποχώρητος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tenace, de tenace, perseverent, tenacitate
ανυποχώρητος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Vztrajen, vztrajni, nepopustljiv, Uporan, vztrajna
ανυποχώρητος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vytrvalý, húževnatý, odolnejší
Τυχαίες λέξεις