Precipitoso στα ελληνικά

Μετάφραση: precipitoso, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επισπεύδω, βιαστικός, βιαστική, εσπευσμένη, βιαστικές, βιαστικά
Precipitoso στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • precetto στα ελληνικά - ρύθμιση, αρχή, κανονισμός, δίδαγμα, ηθικό δίδαγμα, κανόνας, παραίνεση, ...
  • precipitazione στα ελληνικά - βροχόπτωση, κατακρήμνιση, καθίζηση, καταβύθιση, καθίζησης, κατακρήμνισης
  • precipizio στα ελληνικά - γκρεμός, γκρεμό, γκρεμού, βάραθρο
  • precipuo στα ελληνικά - κύριος, πρώτος, πρωταρχικός, ηγετικός, κυριότερος, πρωτογενούς, πρωτογενή, ...
Τυχαίες λέξεις
Precipitoso στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επισπεύδω, βιαστικός, βιαστική, εσπευσμένη, βιαστικές, βιαστικά