Λέξη: προστακτική
Σχετικές λέξεις: προστακτική
προστακτική ενεστώτα μπαίνω, προστακτική μέσης φωνής, προστακτική του επιλέγω, προστακτική λατινικά, προστακτική γ δημοτικού, προστακτική στα γαλλικά, προστακτική αρχαία, προστακτική αορίστου, προστακτική στα γερμανικά, προστακτική ενεστώτα βρίσκω, προστακτική ενεστώτα
Μεταφράσεις: προστακτική
προστακτική στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
imperative, the imperative, imperatives, the imperative is
προστακτική στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
imperioso, imperativo, imperativo de, imperativa, indispensable, imperativo de la
προστακτική στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
befehlsform, imperativ, unbedingt, unbedingte, Imperativ, unerlässlich, notwendig, Imperative, zwingend notwendig
προστακτική στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
indispensable, mandat, commandement, impérieux, important, essentiel, constitutif, absolu, obligé, obligatoire, impératif, nécessaire, substantiel, ordre, assujettissant, impérative, impératif de, Imperative, exigence de
προστακτική στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
imperativo, Imperative, Congiuntivo, imperativa, cogente
προστακτική στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pender, imperativo, imperativa, Imperative, imperioso, indispensável
προστακτική στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gebiedende wijs, imperatief, Dwingend, Imperative, absoluut noodzakelijk
προστακτική στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
спешный, настоятельный, императив, императивный, повелительный, срочный, Повелительное, императивом, Imperative, императива
προστακτική στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
imperativ, maktpåliggende, viktig, avgjørende, imperative
προστακτική στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
Imperativ, absolut nödvändigt, tvingande, Imperative, imperativet
προστακτική στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
käskevä, pakollinen, imperatiivi, pakottavuus, Imperative, mukaisista pakottavista, välttämättömyys
προστακτική στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ufravigelige, bydende nødvendigt, Den ufravigelige, Imperative
προστακτική στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
imperativ, naléhavý, nevyhnutelný, podstatný, velitelský, závazný, povinný, rozkaz, rozkazovací, kategorický, příkaz, imperativní, Kogentní, rozkazovací způsob
προστακτική στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
imperatywny, rozkazujący, bezwzględny, nakazujący, istotny, nakaz, imperatyw, konieczność, niezbędny, konieczny, Nakazowy, Tryb rozkazujący
προστακτική στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
imperativus, elkerülhetetlen, parancsoló, szükségszerű, Felszólító, elengedhetetlen, Felszólító mód
προστακτική στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zorunlu, Imperative, zorunluluk, emir kipi
προστακτική στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
непроникність, імператив, Императив
προστακτική στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i domosdoshëm, urdhërore, urdhërues, Imperativi, domosdoshme
προστακτική στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
императив, Императивен, наложително, Задължителен, Заповед
προστακτική στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
імператыў, імпэратыў, імператываў, імператыў мае
προστακτική στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
käsk, kohustus, imperatiiv, Imperatiivsetest, Tungiva, kui Imperatiivsetest, Hädavajalikkus
προστακτική στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
strog, neodložan, zapovjedni, imperativ, neophodno, Nužnost, neophodna je, je imperativ
προστακτική στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mikilvægt, Imperative, áríðandi, mjög mikilvægt, brýnt
προστακτική στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
imperatyvas, būtinas, būtina, Privalomasis, imperatyvus
προστακτική στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
imperatīvs, obligātais, obligāti, Nenovēršamu
προστακτική στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
императив, Наредбен, императивот, императивна, Заповедна форма
προστακτική στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
imperativ, Imperativul, imperativă, Viitor, imperios necesar
προστακτική στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
imperativ, nujno, Obveznost, nujna
προστακτική στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
podstatný, rozkaz, výkonný, imperatív, imperativ, imperatívom