Λέξη: οπή

Σχετικές λέξεις: οπή

διαμπερής οπή, οπή αμφιβληστροειδούς, λευκή οπή, οπή ετυμολογία, οπή της ωχράς, μελανή οπή, οπή λεξικό, οπή ωχράς κηλίδας, οπή συνώνυμα, οπή σε πλάκα

Συνώνυμα: οπή

διάτρημα, τρύπα, τρώγλη, διαρροή, άνοιγμα, προφυλακτήρας έλικα

Μεταφράσεις: οπή

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
aperture, hole, bore, orifice, opening
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abertura, agujero, hoyo, orificio, hoyos, agujero de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
durchbruch, öffnung, loch, Loch, Bohrung
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fente, ouverture, trou, orifice, percée, fissure, trous, trou de, le trou
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
abboccatura, spiraglio, apertura, buco, foro, buche, foro di, fori
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bocal, fresta, fenda, vão, abertura, buraco, orifício, furo, orifício de, furo de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gat, opening, mond, holes, hole, gaatje
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прорезь, проем, пролет, щель, проём, диафрагма, апертура, отверстие, хайло, скважина, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hull, åpning, hullet, hole, hulls
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
öppning, hål, hålet, håls, hålets
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rako, hahlo, suu, aukko, reikä, reiän, reikäinen, reikään
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hul, hullet, hullers, huller
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
otvor, díra, štěrbina, jamkové, hole, ti jamkové
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przysłona, odwiert, apertura, otwór, szczelina, apretura, otworek, szczelinka, dziura, dołek, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lyuk, lyukat, furat, lyukú, lyukba
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gedik, delik, deliği, delikli, hole, bir delik
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шпара, щілину, щілина, отвір
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vrimë, vrima, vrimë e, vrimë të, vrima e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отверстие, дупка, отвор, дупки, отвора, дупката
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адтуліну, адтуліна
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ava, auk, augu, auku, hole
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
luk, otvor, rupa, rupu, rupe, hole
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
holu, gat, hola, gatið, holan
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
foramen
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
anga, skylė, skylę, hole, duobučių
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
caurums, caurumu, hole, bedrīšu, atvere
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дупка, отворот, отвор, дупката, дупки
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
gaură, gaura, orificiu, găuri, hole
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
luknja, hole, luknjo, luknje, odprtina
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
otvor, diera, díra, hole
Τυχαίες λέξεις