Ratificare στα ελληνικά

Μετάφραση: ratificare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγκρίνω, διαβεβαιώνω, επιβεβαιώνω, κυρώνω, επιδοκιμάζω, επικυρώνω, επικυρώσουν, επικυρώσει, να επικυρώσουν, κυρώσουν, κυρώσει
Ratificare στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • rastrellare στα ελληνικά - τσουγκράνα, rake, γκανιότα, κτένι, γκανιότας
  • rastrello στα ελληνικά - τσουγκράνα, rake, γκανιότα, κτένι, γκανιότας
  • ratto στα ελληνικά - αρουραίος, αρουραίου, αρουραίο, επίμυος, αρουραίων
  • rattoppare στα ελληνικά - επισκευάζω, μπάλωμα, επιδιορθώνω πρόχειρα, μπαλώσουν, επιδιορθώσει επάνω, μπαλώσουμε, διευθετήσει τις
Τυχαίες λέξεις
Ratificare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγκρίνω, διαβεβαιώνω, επιβεβαιώνω, κυρώνω, επιδοκιμάζω, επικυρώνω, επικυρώσουν, επικυρώσει, να επικυρώσουν, κυρώσουν, κυρώσει