Κυρώνω στα ιταλικά
Μετάφραση: κυρώνω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
omologare, ratificare, ratifica, ratifichi
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κυρώνω
ακυρώνω μετάφραση, κρίνω σημασία, κυρώνω λεξικό γλώσσας ιταλικά, κυρώνω στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- κυρτός στα ιταλικά - curvo, convesso, convessa, convesse, convessi, bombato
- κυρτώνω στα ιταλικά - curvare, svolta, curvatura, curva, camber, campanatura, bombatura, ...
- κυτταρικός στα ιταλικά - cellulare, cellulari, cellule, cellular
- κυψέλη στα ιταλικά - alveare, arnia, hive, dell'alveare, hive di, nell'hive
Τυχαίες λέξεις
Κυρώνω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: omologare, ratificare, ratifica, ratifichi
Μεταφράσεις: omologare, ratificare, ratifica, ratifichi