Rimorchiare στα ελληνικά
Μετάφραση: rimorchiare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στουπί, ρυμουλκώ, ρυμούλκηση, ρυμούλκησης, δέσμες, έλκει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- rimettere στα ελληνικά - επιστροφή, επιστρέφω, γυρίζω, ανταμείβω, ξεπληρώνω, απόδοση, επιστροφής, ...
- rimodernare στα ελληνικά - ανακαινίζω, εκσυγχρονισμό, τον εκσυγχρονισμό, εκσυγχρονίσει, εκσυγχρονισμό των, εκσυγχρονίσουν
- rimorchiatore στα ελληνικά - τράβηγμα, ρυμουλκό πλοίο, ρυμουλκό, ρυμουλκού, ρυμουλκών, ρυμούλκησης
- rimorchio στα ελληνικά - στουπί, ρυμουλκώ, νταλίκα, ρυμουλκούμενο, τρέιλερ, ρυμουλκούμενου, ρυμουλκουμένου, ...
Τυχαίες λέξεις
Rimorchiare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στουπί, ρυμουλκώ, ρυμούλκηση, ρυμούλκησης, δέσμες, έλκει
Μεταφράσεις: στουπί, ρυμουλκώ, ρυμούλκηση, ρυμούλκησης, δέσμες, έλκει