Risvolto στα ελληνικά
Μετάφραση: risvolto, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνέπεια, υπόνοια, πετό, πέτου, πέτο, το πέτο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- risuscitare στα ελληνικά - ξαναζωντανεύω, νεκρανασταίνω, αναβιώ, resuscitate, επαναφέρει στη ζωή, αναστήσουν
- risveglio στα ελληνικά - ξύπνημα, αφύπνιση, αφύπνισης, το ξύπνημα, την αφύπνιση
- ritaglio στα ελληνικά - ψαλίδισμα, απόκομμα, αποκοπής, ψαλιδίσματος, clipping
- ritardare στα ελληνικά - επιβραδύνω, καθυστέρηση, καθυστερώ, καθυστέρησης, καθυστερήσεις, αμέσως
Τυχαίες λέξεις
Risvolto στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνέπεια, υπόνοια, πετό, πέτου, πέτο, το πέτο
Μεταφράσεις: συνέπεια, υπόνοια, πετό, πέτου, πέτο, το πέτο