Λέξη: συντεταγμένη

Σχετικές λέξεις: συντεταγμένη

συντεταγμένη χρεοκοπία τι είναι, συντεταγμένη χρεοκοπία εντός ευρώ, συντεταγμένη χρεοκοπία, συντεταγμένη πολιτεία, συντεταγμένη χρεοκοπία και καταθέσεις

Συνώνυμα: συντεταγμένη

τετμημένη

Μεταφράσεις: συντεταγμένη

συντεταγμένη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
coordinate, drawn, drawn up, coordinate of

συντεταγμένη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
coordinar, de coordenadas, coordinará, coordinar las, coordinar la

συντεταγμένη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
koordinieren, koordinate, Koordinate, Koordinaten, zu koordinieren, Koordinierung

συντεταγμένη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
coordonner, coordonnées, coordination, coordonner les, de coordonner

συντεταγμένη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
coordinare, coordinata, coordinate, di coordinate, coordinare le

συντεταγμένη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
coordenar, coordenada, de coordenadas, coordenar as, coordenar a

συντεταγμένη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
coördineren, bijeenschakelen, te coördineren, coördinaat, coördinatie van, coördineert

συντεταγμένη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
координировать, согласованный, координата, координат, координации, координаты

συντεταγμένη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
koordinere, samordne, koordinat, koordinerer, koordinatsystem

συντεταγμένη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
koordinat, samordna, koordinaten, koordinera

συντεταγμένη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
koordinaatti, koordinoida, koordinoimaan, koordinoi, koordinoitava, sovittaa yhteen

συντεταγμένη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
koordinere, samordne, koordinerer, koordinering, samordner

συντεταγμένη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
koordinovat, sladit, souřadnice, koordinuje, koordinují, souřadnici

συντεταγμένη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
współrzędna, koordynować, skoordynowanie, równorzędny, koordynowanie, skoordynowany, współrzędny, skoordynować, współrzędnych, koordynuje

συντεταγμένη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
koordináta, koordinálja, összehangolják, koordinálására

συντεταγμένη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
koordinat, koordine, koordinatı, koordine etmek, koordinatını

συντεταγμένη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
скоординувати, координувати, координата, координуватиме, координуватимуть

συντεταγμένη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
koordinativ, koordinuar, koordinojë, të koordinuar, koordinojnë

συντεταγμένη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
координата, координира, координират, координиране, координатна

συντεταγμένη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
каардынаваць, каардынацыі

συντεταγμένη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
korrastama, kooskõlastama, koordineerima, koordineerida, kooskõlastada, koordineerib

συντεταγμένη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
koordinata, uskladiti, koordinacije, koordinirati, koordinatni, koordinira, koordiniraju

συντεταγμένη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samhæfa, samræma, að samræma, hnit, samræmt

συντεταγμένη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
koordinuoti, koordinuoja, derinti, koordinačių, suderinti

συντεταγμένη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
koordinēt, koordinē, koordinētu, saskaņot, koordinātu

συντεταγμένη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
координира, ја координира, ги координира, се координираат, координираат

συντεταγμένη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
coordona, coordoneze, coordonează, de coordonate, a coordona

συντεταγμένη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
usklajuje, usklajevati, usklajujejo, koordinatni, uskladiti

συντεταγμένη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
koordinovať, koordináciu, koordinácia, koordinácie, koordinácii
Τυχαίες λέξεις