Λέξη: διασπορά
Σχετικές λέξεις: διασπορά
διασπορά ψευδών ειδήσεων, διασπορά παρατηρήσεων, διασπορά τυπική απόκλιση, διασπορά τύπος, διασπορά στατιστική, διασπορά γεωμετρικής κατανομής, διασπορά excel, διασπορά κεφαλαίου με στόχο, διασπορα συνώνυμο, διασπορά στη στατιστική
Συνώνυμα: διασπορά
διάδοση, εξάπλωση, διασκόρπιση
Μεταφράσεις: διασπορά
διασπορά στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dispersion, spreading, diaspora, dispersion of, dispersing
διασπορά στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dispersión, la dispersión, dispersión de, de dispersión, una dispersión
διασπορά στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dispersion, feinverteilung, vertrieb, distribution, zerstreuung, Dispersion, Dispersions, Streuung
διασπορά στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dispersion, distribution, dissipation, diffusion, la dispersion, une dispersion, de dispersion, dispersion de
διασπορά στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dispersione, la dispersione, di dispersione, dispersione di, dispersioni
διασπορά στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
distribuição, dispersão, de dispersão, dispersão de, dispers�, a dispersão
διασπορά στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verdeling, distributie, uitreiking, dispersie, spreiding, verspreiding, verstrooiing
διασπορά στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
рассеивание, распределение, разбросанность, разбрасывание, дисперсия, разброс, рассеяние, рассредоточение, распыление, дисперсии, дисперсию, дисперсионное, диспергирование
διασπορά στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spredning, dispergering, spredningen, dispersjon, dispersjonen
διασπορά στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dispersion, dispersionen, spridning, spridningen, dispergering
διασπορά στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hajaannus, hajanaisuus, jakelu, jako, hajonta, hajaantuminen, jakaminen, dispersio, dispersion, dispersiota, dispersioon
διασπορά στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dispersion, spredning, dispersionen, dispergering, spredningen
διασπορά στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozšiřování, šíření, rozptylování, rozptýlení, rozptyl, disperze, disperzní, disperzi, disperse
διασπορά στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dyspersja, rozszczepienie, rozproszenie, rozsiew, rozrzut, rozpraszanie, dyspersji
διασπορά στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szétszórtság, szórás, diszperzió, diszperziós, diszperziót, diszperzióját
διασπορά στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dağıtım, dağıtma, dağılım, dispersiyon, dispersiyonu, dağılımı, dağılma
διασπορά στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розсіювання, дисперсія, розкидання, розкиданість, дисперсію
διασπορά στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shpërndarje, hallakatje, shpërbërje, dispersion, dispersioni
διασπορά στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дисперсия, дисперсията, разпръскване, на дисперсията
διασπορά στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дысперсія
διασπορά στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hajutamine, dispersioon, hajutatus, dispersiooni, hajutamist, dispersioonis
διασπορά στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
raspršivanje, disperzija, disperzije, -tna disperzija, disperziju
διασπορά στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dreifing, dreifingu, dreifilausn, dreifilausnin, leysist
διασπορά στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dispersija, dispersijos, sklaida, dispersiją, dispersinė
διασπορά στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dispersija, dispersijas, izkliede, dispersiju, izkliedes
διασπορά στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дисперзија, дисперзијата, дисперзија на, дисперзираност, на дисперзија
διασπορά στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
distribuire, dispersare, dispersie, de dispersie, dispersia, dispersiei
διασπορά στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
disperzija, razpršenost, disperzije, disperzijsko, disperzijo
διασπορά στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozptýlení, rozptyl, rozptylu, rozprašovanie, odvádzanie
Στατιστικά δημοτικότητας: διασπορά
Τυχαίες λέξεις