Seccato στα ελληνικά

Μετάφραση: seccato, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευέξαπτος, οξύθυμος, ενοχλημένος, ενοχλούνται, ενοχλημένοι, ενοχλείται, ενοχληθεί
Seccato στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • secca στα ελληνικά - κοπάδι, ύφαλος, σωρός, τα ρηχά, πολύ ρηχά
  • seccare στα ελληνικά - ενοχλώ, πειράζω, ξηρός, στεγνός, ξεμπλέκω, ξηρό, ξηρού, ...
  • seccatore στα ελληνικά - blighter
  • seccatura στα ελληνικά - φασαρία, ενόχληση, όχληση, οχλήσεων, όχλησης, οχλήσεις
Τυχαίες λέξεις
Seccato στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευέξαπτος, οξύθυμος, ενοχλημένος, ενοχλούνται, ενοχλημένοι, ενοχλείται, ενοχληθεί