Λέξη: κληρονομικότητα

Σχετικές λέξεις: κληρονομικότητα

κληρονομικότητα java, κληρονομικότητα και καρκίνος, κληρονομικότητα και χαρακτήρας, κληρονομικότητα ή περιβάλλον, κληρονομικότητα και περιβάλλον, κληρονομικότητα χρώμα ματιών, κληρονομικότητα ομάδας αίματος, κληρονομικότητα c++, κληρονομικότητα διδύμων, κληρονομικότητα και σύνδρομο down

Μεταφράσεις: κληρονομικότητα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
heredity, inheritance, heritability, hereditary, inheritance of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
herencia, la herencia, hereditarios
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vererbung, heredität, erblichkeit, Vererbung, Vererbungs, Erblichkeit, die Vererbung, Erbanlagen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
hérédité, l'hérédité, héréditaire
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ereditarietà, eredità, dell'ereditarietà, l'ereditarietà, dell'eredità
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
hereditariedade, herança, a hereditariedade, heredity, da hereditariedade
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
erfelijkheid, overerfelijkheid, de erfelijkheid, overerving, erfelijke, erfelijk
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
наследственность, наследственности, наследственностью
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
arvelighet, arv, arve, arvelig, arvelighets
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ärftlighet, arv, ärftligheten, ärftlig, ärftlighets
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
perinnöllisyys, perintötekijöitä, heredity, perinnöllisyyden, perimän
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
arvelighed, arv, arvelighedsenheder, arveenheder, arvelige
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dědičnost, dědičnosti, dědičností, dědičné
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dziedziczność, dziedziczności, dziedziczenie, dziedziczenia, heredity
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
örökség, öröklődés, öröklés, örökítőanyag, az öröklődés
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kalıtım, kalıtımın, heredity, kalıtım gibi faktörlerin
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спадковість, спадкоємність
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
trashëgim, trashëgimia, trashëgueshmëri
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наследственост, наследствеността, наследствена
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спадчыннасць, спадчыннасьць, спадчыну, спад-
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pärilikkus, pärilikkuse, pärilikkusest, pärilikkusega, pärilikkust
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nasljednost, nasljedstvo, naslijeđe, nasljeđivanje, nasljedni
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
erfðir, arfgengi, erfðakenningu
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paveldimumas, paveldėjimas, paveldėjimo, jų paveldimumas, paveldimumo
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iedzimtība, iedzimtību, iedzimtības
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
наследноста, наследувањето, наследни, наследство, наследните фактори
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ereditate, ereditatea, eredității, ereditatii, de ereditate
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dednost, dednosti, o dedovanju, dedovanju, Nasledstvo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dedičnosť, dedičnosti, dedenie
Τυχαίες λέξεις