Seno στα ελληνικά

Μετάφραση: seno, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόλπος, στήθος, μαστού, του μαστού, στήθους, μητρικό
Seno στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • senatore στα ελληνικά - γερουσιαστής, γερουσιαστή, συγκλητικός, γερουσιαστής που, Ο Γερουσιαστής
  • senno στα ελληνικά - σύνεση, σωφροσύνη, σοφία, αίσθηση, έννοια, νόημα, αίσθημα, ...
  • sensale στα ελληνικά - πράκτορας, χρηματομεσίτης, μεσίτης, συντελεστής, παράγοντας, παράγων, προξενιτής, ...
  • sensazionale στα ελληνικά - εντυπωσιακός, θεαματικός, συγκλονιστικός, συγκλονιστική, εντυπωσιακή, εντυπωσιακό
Τυχαίες λέξεις
Seno στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόλπος, στήθος, μαστού, του μαστού, στήθους, μητρικό