Λέξη: υαλώδης

Σχετικές λέξεις: υαλώδης

υαλώδησ χόνδροσ, υαλώδης μετάπτωση, υαλώδης πορσελάνη

Συνώνυμα: υαλώδης

γιαλινός

Μεταφράσεις: υαλώδης

υαλώδης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vitreous, glassy, Flint, hyaline

υαλώδης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vidrioso, vítreo, vidriosos, vítrea, vidriosa

υαλώδης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gläsern, glasig, glasartig, glasartigen, glasigen, glasartige

υαλώδης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vitreux, vitreuse, vitreuses

υαλώδης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vetroso, glassy, vetrosi, vetro, vetrosa

υαλώδης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vítreo, glassy, vítrea, vidrados, vidrado

υαλώδης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
glazig, glasachtig, glasachtige, glazige, glassy

υαλώδης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
стеклянный, стекольный, стекловидный, стекловидного, стеклообразного, стеклообразный

υαλώδης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
glassaktig, glassy, glassaktige

υαλώδης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
glasartad, glasartat, glasig, glasiga, glasartade

υαλώδης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lasimainen, glassy, lasimaisia, lasimaista, lasimaisen

υαλώδης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
glasagtig, glasagtige, glasagtigt, spejlblanke

υαλώδης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
skleněný, sklovitý, skelný, sklovité, sklovitě, sklovitá

υαλώδης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szklisty, szklany, szklista, szkliste, szklistego, glassy

υαλώδης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
üveges, üvegszerű, üvegesre

υαλώδης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
camsı, cam, camsı bir, cam gibi

υαλώδης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
порочність, скляний, шкло, скляну, скляна, склянний

υαλώδης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i ngrirë, i tejdukshëm, i qelqtë, qelqtë, ngrirë

υαλώδης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
оцъклен, изцъклен, стъкловидно, стъкловиден, стъклено

υαλώδης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шкляны, шкляная, стеклянный, шкляную, шкляное

υαλώδης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
patt, klaasjas, klaasja, klaasjad, klaasjat, klaasjaks

υαλώδης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
staklen, staklaste, staklasta, staklasto

υαλώδης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
glerkennt, glassy, Glerkennda

υαλώδης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vaiskus, permatomi, yra vaiskus, stikliškas, stiklinis

υαλώδης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nedzīvs, stiklveida, stiklainas, blāvi, stiklveidīga

υαλώδης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лизгави, насолзени, стаклени, стаклести, стаклениот

υαλώδης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sticlos, sticloasă, sticloase, sticloasa, sticloși

υαλώδης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Prosojna, steklast, steklasto, steklasta, steklastega

υαλώδης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sklený, sklennom, sklenený, skelný, sklovitý
Τυχαίες λέξεις