Λέξη: τύψη

Συνώνυμα: τύψη

ενδοιασμός, δισταγμός, ναυτία, αναγούλα, ελάχιστο τι, βάρος 20 κόκκων, τύψεις συνειδήσεως, μεταμέλεια

Μεταφράσεις: τύψη

τύψη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
remorse, compunction, qualm, scruple, regret

τύψη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
remordimiento, contrición, compunción, escrúpulo, reparo, escrúpulos

τύψη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gewissensbisse, schuldgefühle, reue, Bedenken, Gewissensbisse, Skrupel, Zerknirschung

τύψη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
remords, regret, componction, repentir, scrupule, remord, la componction, scrupules

τύψη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
compunzione, rimorso, scrupoli, scrupolo, compunction

τύψη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
compunção, remorso, escrúpulo, compunction, escrúpulos

τύψη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wroeging, berouw, compunction, scrupules, scrupule

τύψη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жалость, сожаление, раскаяние, угрызение, умиление, угрызения совести

τύψη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
betenkeligheter, compunction, samvittighetsnag, betenkeligheter med

τύψη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
samvetsbetänkligheter, compunction, betänkligheter, skrupler, samvetskval

τύψη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
katumus, tunnonvaiva, compunction, tunnontuskia, tunnonvaivat, kaihda

τύψη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
samvittighedsnag, samvittighedskvaler, anger, skrupler, skrupler med

τύψη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lítost, výčitky svědomí, hryzení, výčitka

τύψη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
skrucha, żal, skrupuły

τύψη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lelkifurdalás, lelkiismeret-furdalás, bűntudat, lelkiismeretfurdalás

τύψη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pişmanlık, vicdan azabı, compunction, esef, pişmanlık duymuyor

τύψη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жалкування, розкаяння, каяття, жаль, заперечувати, перестерігати, протестувати, покаяння

τύψη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pishman, brejtje e ndërgjegjes, bere pishman, keqardhje

τύψη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разкаяние, угризение, угризения, умиление, лишения

τύψη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
раскаянне, раскаяньне, пакаянне, скруха, пакаяньне

τύψη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
süümepiin, kahetsus, Tunnonvaiva, Tunnonvaivat

τύψη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sažaljenje, kajanje, griža savjesti

τύψη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
compunction

τύψη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sąžinės graužimas, gėdos jausmas, Skrupuły, Atleiskite, Skrucha

τύψη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sirdsapziņas pārmetumi, nožēla

τύψη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
грижа на совеста, угризение, грижа на совеста во

τύψη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
remuşcare, scrupule, remușcare, compunction, scrupul, remușcări

τύψη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Gripa vesti

τύψη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výčitky, výčitky svedomia
Τυχαίες λέξεις