Significare στα ελληνικά

Μετάφραση: significare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εννοώ, σημαίνω, εισάγω, τσιγκούνης, παραδόπιστος, μέσο, μέσος, σημαίνει, νοείται
Significare στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • sigla στα ελληνικά - ακρώνυμο, αρχικά, Τα αρχικά, ακρωνύμιο, αρχικά του, αρχικών
  • significante στα ελληνικά - σημαντικός, σημαίνον, signifier, σημαίνοντος, σημαίνων, Το σημαίνον
  • significativo στα ελληνικά - σημαντικός, σημαντική, σημαντικές, σημαντικό, σημαντικά
  • significato στα ελληνικά - εισάγω, έννοια, σημασία, νόημα, σημαίνει, που σημαίνει, την έννοια
Τυχαίες λέξεις
Significare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εννοώ, σημαίνω, εισάγω, τσιγκούνης, παραδόπιστος, μέσο, μέσος, σημαίνει, νοείται