Λέξη: υποτέλεια

Σχετικές λέξεις: υποτέλεια

υποτέλεια ορισμος, υποτέλεια wiki, υποτέλεια συνώνυμο, υποτέλεια συνώνυμα, υποτέλεια λεξικό

Συνώνυμα: υποτέλεια

υποταγή, καθυπόταξη, υποβολή, δάμαση, κατάκτηση

Μεταφράσεις: υποτέλεια

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fealty, vassalage, subjection, servitude, subordination, subservience
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vasallaje, el vasallaje, de vasallaje, vassalité
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Vasallität, Lehen, Vasallentum, Lehnspflicht, Vasallentums
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
loyauté, fidélité, vassalité, vasselage, la vassalité, vassalique, vassaliques
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vassallaggio, di vassallaggio, vassalage, vassallo, vassallatico
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vassalagem, vassalage, de vassalagem, a vassalagem, servidão
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afhankelijkheid, vassalage, vazalliteit, vazalstaten, vazal
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вассалитет, вассалитета, вассальная зависимость
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vasallitet
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vasallstat, vassalage
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vassalage
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vassalage
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
věrnost, oddanost, loajálnost, vazalství
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
lojalność, wierność, podległość, lennictwo, hołdownictwo, wasalstwo
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hűbéresség, vazallusság, vazallusi, hűbéri, hűbériség
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tımar, vassalage, vasallık, derebeylik sistemi, vasallar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
васалітет, вассалітет, вассалитет
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vasalitet
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
васална зависимост, робство, васал, положение на васал
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
васалітэту, васалітэт
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
riigitruudus, vasallid, vasallid praegused
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
podaništvo, vazalstvo
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vassalage
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Wasalstwo, Hołdownictwo, Podległość, Atsidėjimas, Vasara būklė
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atkarība, pakļautība, vasaļa stāvoklis
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
vassalage
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vasalitate, de vasalitate, vasalității, vasalitatea, vasalitatii
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
poslušnost, vassalage
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vazalství
Τυχαίες λέξεις