Sostare στα ελληνικά
Μετάφραση: sostare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παύση, διακόπτω, διακοπή, σταματώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Μεταφράσεις
- sostanzialmente στα ελληνικά - ουσιαστικά, σημαντικά, ουσιαστικώς, ουσιωδώς, αισθητά
- sostanzioso στα ελληνικά - αξιόλογος, στερεός, ουσιαστικός, ουσιώδης, σημαντική, ουσιαστική, σημαντικές
- sostegno στα ελληνικά - στυλοβάτης, υποστήριγμα, συμπαράσταση, βοήθεια, στήριγμα, υποστήριξη, στήριξη, ...
- sostenere στα ελληνικά - συμπαράσταση, συντηρώ, ακουμπώ, γέρνω, κλίνω, πλάτη, στήριγμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Sostare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παύση, διακόπτω, διακοπή, σταματώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Μεταφράσεις: παύση, διακόπτω, διακοπή, σταματώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει