Παύση στα ιταλικά
Μετάφραση: παύση, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sostare, requie, riflusso, pausa, sosta, di pausa, pausa di, pause, la pausa
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παύση
παύση εκτοκισμού, παύση του αρχηγού αστυνομίας, παύση ποινικής δίωξης, παύση εργασιών ατομικής επιχείρησης, παύση εργασιών πτώχευσης, παύση λεξικό γλώσσας ιταλικά, παύση στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- παχυσαρκία στα ιταλικά - obesità, L'obesità, all'obesità, di obesità, Obesity
- παχύσαρκος στα ιταλικά - obeso, obesi, obesa, obese, obesità
- παύω στα ιταλικά - smettere, finire, cessare, cessate, cessate il, cessano, di cessate
- πείθω στα ιταλικά - persuadere, capacitare, convincere, convincere i, convincerli, convincere gli, convincerci
Τυχαίες λέξεις
Παύση στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: sostare, requie, riflusso, pausa, sosta, di pausa, pausa di, pause, la pausa
Μεταφράσεις: sostare, requie, riflusso, pausa, sosta, di pausa, pausa di, pause, la pausa