Λέξη: ομαλός
Σχετικές λέξεις: ομαλός
ομαλός λειχήνας, ομαλός πίνακας, ομαλός θηβών, ομαλός αιγάλεω, ομαλός κρητικό κέντρο, ομαλός κρήτη, ομαλός λειχήνας του στόματος, ομαλός λειχήνας πέους, ομαλός λειχήνας γεννητικών οργάνων
Συνώνυμα: ομαλός
όμοιος, άρτιος, άδολος, απέριττος, σαφής, καθαρός, απλός, κανονικός, φυσικός, φυσιολογικός, ανελλιπής, τακτικός, μόνιμος, συμμετρικός
Μεταφράσεις: ομαλός
ομαλός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
regular, plain, smooth, a smooth
ομαλός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
regular, acompasado, llanura, planicie, simple, claro, llano
ομαλός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
regelrecht, gleichmäßig, ordentlich, gewöhnlich, gleichmäßiger, regulär, wahrhaft, regelmäßig, regelgerecht, Ebene, schlicht, einfach, glatt, klar
ομαλός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
régulier, standard, véritable, rangé, correct, normal, vrai, mesuré, habituel, plaine, brut, simple, clair, ordinaire
ομαλός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
regolare, pianura, semplice, piana, comune, piano
ομαλός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
saudades, regulamentar, pesar, regular, planície, simples, liso, claro, plain
ομαλός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
regelmatig, steevast, geregeld, gelijkmatig, vlakte, effen, gewoon, duidelijk, duidelijke
ομαλός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
нормальный, очередной, кадровый, дежурный, заправский, правильный, регулярность, планомерный, размеренный, всегдашний, форменный, систематический, обычный, регулярный, рейсовый, обыкновенный, простой, равнина, Plain, ясно, равнины
ομαλός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
regelmessig, regulær, plain, sletten, vanlig, ren, rent
ομαλός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
regelmässig, enkel, vanligt, vanlig, slätten, slätt
ομαλός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tosi, ilmetty, varsinainen, vakio, tavallinen, plain, tavalliselle, selvästi, pelkkä
ομαλός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fast, regelmæssig, regulær, plain, almindeligt, almindelig, klart, sletten
ομαλός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
normální, pravidelný, obvyklý, regulérní, správný, pořádný, řeholní, prostý, holý, plain, obyčejný, rovina
ομαλός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
prawidłowy, regularny, przepisowy, systematyczny, normalny, foremny, istny, zwykły, równina, prosty, prostu, plain
ομαλός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szerzetes, sima, egyszerű, síkság, sík, plain
ομαλός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
düz, Kayar, sade
ομαλός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
регульований, простий, простої, простій, простою, проста
ομαλός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rregullt, qartë, i thjeshtë, fushë, i qartë, thjeshtë
ομαλός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обикновен, равнина, ясен, обикновена, ясно
ομαλός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
просты, простай, простае, прастой
ομαλός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tavaline, korrapärane, Plain, lihtsas, siledate, lihtne
ομαλός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stručan, uredne, uobičajen, običan, regularan, plain, obični, klizni, jasno
ομαλός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
látlaus, einfaldlega, venjuleg, venjulegur, óblandaðir
ομαλός στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ordinarius
ομαλός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
taisyklingas, nuolatinis, paprastas, paprasto, lyguma, aiškiai, lygus
ομαλός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
regulārs, pareizs, pastāvīgs, kārtns, līdzenums, vienkāršs, plain, skaidri, vienkāršais
ομαλός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
обичен, обична, рамнина, обични, едноставен
ομαλός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
obişnuit, regulat, simplu, clar, neteda, câmpie, plain
ομαλός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
plain, navaden, navadni, navadnega, golo
ομαλός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pravidelný, prostý, jednoduchý, bez, obyčajný, bez výskytu
Τυχαίες λέξεις