Stolto στα ελληνικά

Μετάφραση: stolto, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουτός, χαζός, ανόητος, ανόητο, ανόητη, ανόητοι, ανόητες
Stolto στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • stoico στα ελληνικά - στωικός, στωική, στωικό, στωικής, στωικοί
  • stoltezza στα ελληνικά - ηλιθιότητα, βλακεία, βλακείας, ηλιθιότητας, την ηλιθιότητα
  • stomaco στα ελληνικά - στομάχι, στομάχου, του στομάχου, το στομάχι, στο στομάχι
  • stoppa στα ελληνικά - ρυμούλκηση, ρυμούλκησης, δέσμες, έλκει, στουπί
Τυχαίες λέξεις
Stolto στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουτός, χαζός, ανόητος, ανόητο, ανόητη, ανόητοι, ανόητες