Λέξη: αφηγητής

Σχετικές λέξεις: αφηγητής

αφηγητής πρώτου βαθμού, αυτοδιηγητικός αφηγητής, ο αφηγητής, ετεροδιηγητικόσ αφηγητήσ, αφηγητής παντογνώστης, αφηγητήσ windows 7, αφηγητής meaning, ομοδιηγητικόσ αφηγητήσ

Συνώνυμα: αφηγητής

εκφωνητής, διηγούμενος, μυθολόγος, ψεύτης, λέγων παραμύθια

Μεταφράσεις: αφηγητής

αφηγητής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
narrator, storyteller, reciter, teller, narrator of

αφηγητής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
narrador, relator, narradora, el narrador, narrador se, narrador de

αφηγητής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erzähler, Erzähler, Sprecher, Erzählers, Erzählerin

αφηγητής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
narrateur, narratrice, récitant, conteur, le narrateur

αφηγητής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
narratore, narrante, narratrice, voce narrante, narrator

αφηγητής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
narrador, narradora, narrator, o narrador

αφηγητής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verteller, narrator, verhaler, de verteller, vertelster

αφηγητής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
диктор, повествователь, рассказчик, актер, рассказчика, рассказчиком, повествователя

αφηγητής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fortelleren, forteller, Skjermleser

αφηγητής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
berättare, berättaren, berättarens, Skärmläsaren, berätt

αφηγητής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kertoja, kertojan, lausujalle, kertojana, selostaja

αφηγητής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fortælleren, fortæller, fortællerens, Oplæser

αφηγητής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vypravěč, vyprávěč, komentátor, vypravëë, vypravěče

αφηγητής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
narrator, opowiadacz, narratorem, narratora, narratorka

αφηγητής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szólóénekes, recitáló, narrátor, elbeszélő, narrátora, elbeszélője, elbeszélői

αφηγητής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hikâyeci, anlatıcı, anlatıcısı, anlatıcının, narrator

αφηγητής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
актор, акторе, диктор, оповідач, розповідач, рассказчик

αφηγητής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tregimtar, transmetues, Transmetuesi, tregimtari, narratori

αφηγητής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разказвач, разказвача, на разказвача, Разказвачът, Диктор

αφηγητής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
апавядальнік, расказчык, распавядальнік

αφηγητής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jutustaja, lugeja, jutustajal, jutustajat, jutustajale

αφηγητής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pripovjedač, narator, pripovjedača, pripovjedačica, pripovjedac

αφηγητής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sögumaður, ljóðmælandi, sögumaðurinn, sögumanns, ljóðmælanda

αφηγητής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pasakotojas, pasakotoja, pasakotoją, pasakotojui, pasakotojo

αφηγητής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
stāstītājs, Diktors, Teicējs, Stāstītāja, diktore

αφηγητής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
нараторот, раскажувачот, наратор, раскажувач, нараторката

αφηγητής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
povestitor, narator, Naratorul, Naratorului, narrator

αφηγητής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pripovedovalec, pripovedovalka, pripovedovalca, pripovedovalčevo, pripoveduje

αφηγητής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozprávač, vyprávač, rozprávačka
Τυχαίες λέξεις