Λέξη: χειροτονώ

Συνώνυμα: χειροτονώ

επιτάσσω, προχειρίζω, διατάσσω, διορίζω, αφιερώνω, καθιερώ, εγκαινιάζω, καθαγιάζω, αγιάζω

Μεταφράσεις: χειροτονώ

χειροτονώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ordain, consecrate

χειροτονώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
decretar, ordenar, ordenar a, ordenará, ordenamos, de ordenar

χειροτονώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ordinieren, weihen, zu ordinieren, ordiniert, zu weihen

χειροτονώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
destiner, constituer, décréter, désigner, instituer, ordonner, nommer, attitrer, fixer, consacrer, ordonner des, ordonnons, ordonnera, ordonner les

χειροτονώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
decretare, ordinare, ordinerà, ordinare i, ordinare le, di ordinare

χειροτονώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estabelecer, pomar, ordenar, ordain, ordená, ordenam, ordena

χειροτονώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bestemmen, uittrekken, bevelen, voorschrijven, te wijden, verordenen

χειροτονώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
назначить, предписывать, назначать, предопределять, посвящать в духовный сан, рукополагать, посвящать, рукоположить

χειροτονώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ordinere, ordinerer, å ordinere, innsette, foreskriver

χειροτονώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ordinera, förordnar, viga, förordna, prästviga

χειροτονώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vihkiä, vihkiä papiksi, asetan, vihkiminen, säädän

χειροτονώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ordinere, ordinerer, at ordinere, forordner, ordinerede

χειροτονώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ordinovat, stanovit, světit, určit, ustanovit, vysvětit, nařídit, ustanovil

χειροτονώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zarządzać, przepisać, wyświęcać, mianować, wprowadzać, wprowadzić, wyświecać, święcić, nakazać, ordynować, ordain

χειροτονώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elrendel, felszentelik, felszentelik a, rendelhet el

χειροτονώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
emretmek, ordain, açıncaya, takdir etmek, hükmeden

χειροτονώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
призначати, зумовлювати, призначити, наказувати, визначати, зумовлюватиме, визначатиме, визначатимуть

χειροτονώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
urdhëroj, vendosësh, të vendosësh, caktoj, shugurojnë

χειροτονώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нареждам, ръкополага, отредиш, ръкоположи, заповядва хора

χειροτονώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вызначаць

χειροτονώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
määrama, korraldama, ordineerima, ordineerimine, pühitseda ametisse, ordineerimine seesama, Pühitsevad

χειροτονώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zarediti, daješ, zaredi, posveti, Posvećuj

χειροτονώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vígja, fylla hendur, maeli

χειροτονώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įšventinti, šventinti, paskirsiu, paskirtum, įšventinsiu

χειροτονώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
norīkot, ordinēt, noteicu, iepriekš noteikt

χειροτονώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
нареждам

χειροτονώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rândui, hirotoni, ordina, hirotonească, ordineze

χειροτονώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ustanovit, pomenišiti, Dosuditi, posvetil, posvetiti

χειροτονώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vysvätiť
Τυχαίες λέξεις