Trascorrere στα ελληνικά
Μετάφραση: trascorrere, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυκλοφορώ, στενά, περνώ, ξοδεύω, πέρασμα, δαπανούν, ξοδεύουν, δαπανήσει, περάσετε, περάσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- esule στα ελληνικά - εξορία, εξορίζω, εξορίας, την εξορία, εξόριστος, εξόριστο
- giunzione στα ελληνικά - διασταύρωση, σύνδεση, ένωση, κόμβο, συμβολή
- ottico στα ελληνικά - οπτικός, οπτική, οπτικών, οπτικό, οπτικής
- programmazione στα ελληνικά - προγραμματισμός, προγραμματισμού, προγραμματισμό, τον προγραμματισμό, του προγραμματισμού
Τυχαίες λέξεις
Trascorrere στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυκλοφορώ, στενά, περνώ, ξοδεύω, πέρασμα, δαπανούν, ξοδεύουν, δαπανήσει, περάσετε, περάσουν
Μεταφράσεις: κυκλοφορώ, στενά, περνώ, ξοδεύω, πέρασμα, δαπανούν, ξοδεύουν, δαπανήσει, περάσετε, περάσουν