Λέξη: πρόσφυμα

Συνώνυμα: πρόσφυμα

κατάληξη

Μεταφράσεις: πρόσφυμα

πρόσφυμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
affix, suffix, prefix

πρόσφυμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fijar, sufijo, sufijo de, el sufijo, sufijos, de sufijo

πρόσφυμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anhang, Suffix, Endung, Zusatz, Nachsetzzeichen

πρόσφυμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ajouter, apposer, fixer, maroufler, annexer, joindre, coller, attacher, assujettir, suffixe, le suffixe, suffixe de, suffixes, un suffixe

πρόσφυμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
apporre, suffisso, il suffisso, suffisso di, suffissi, suffisso del

πρόσφυμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
afixar, sufixo, sufixo de, sufixos, de sufixo, o sufixo

πρόσφυμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
affix, aanhechtsel, achtervoegsel, suffix, toevoeging, extensie

πρόσφυμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поставить, аффикс, прикреплять, прикрепить, суффикс, суффикса, суффиксом, суффиксов

πρόσφυμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
suffiks, suffikset, endelsen, endelse, suffix

πρόσφυμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
suffixet, suffix, ändelsen, ändelse

πρόσφυμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kytkeä, kiinnittää, suffiksi, pääte, loppuliite, jälkiliite, suffix

πρόσφυμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
befæste, endelse, suffiks, suffix, endelsen, suffikset

πρόσφυμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přilepit, připevnit, připojit, přípona, příponu, přípony, přípon, příponou

πρόσφυμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przymocować, przyczepić, dołączyć, przybić, przyczepiać, przytwierdzać, przytwierdzić, przybijać, wiwatować, naklejać, afiks, dodać, przyrostek, sufiks, przyrostkiem, przyrostka, sufiksu

πρόσφυμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
toldalék, járulék, képző, utótag, utótagot, suffix, utótaggal

πρόσφυμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sonek, soneki, eki, sonekini, son ek

πρόσφυμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прикріпити, афікс, прикріплювати, прикріпляти, суфікс

πρόσφυμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
prapashtesë, prapashtesën, prapashtesë të, part.igs

πρόσφυμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
поставиха, наставка, суфикс, наставката, суфикса

πρόσφυμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
суфікс, суфіксы

πρόσφυμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
liide, meltsas, afiks, sufiks, järelliide, sufiksi, järelliite

πρόσφυμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dodatak, sufiks, nastavak, sufiks koji, sufiksa, suffix

πρόσφυμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
viðskeyti, viðskeytið, viðskeytinu

πρόσφυμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
priesaga, priesagos, sufiksas, priesagą, plėtinys

πρόσφυμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
piedēklis, sufikss, piedēkli, sufiksu, piedēkļa

πρόσφυμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
суфикс, суфиксот, наставка, наставката, на суфиксот

πρόσφυμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sufix, sufixul, sufixe, de sufixe, sufix care

πρόσφυμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pripona, končnice, suffix, pripono, končnica

πρόσφυμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prípona, príponu, prípona súboru, prípony, príponou
Τυχαίες λέξεις