Vocabolario στα ελληνικά

Μετάφραση: vocabolario, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λεξιλόγιο, λεξικό, λεξιλογίου, το λεξιλόγιο, ασκήσεις, λεξιλόγιό
Vocabolario στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • apriscatole στα ελληνικά - μπορεί ανοιχτήρι, ανοιχτήρι κονσέρβας, ανοιχτήρι κονσερβών, ανοιχτήρι, ανοιχτηριού κονσέρβας
  • frizione στα ελληνικά - τριβή, πιάνω, προστριβή, απομόνωση, αρπάζω, κλώσημα, συμπλέκτης, ...
  • novero στα ελληνικά - αριθμός, πρόσωπο, ομάδα, ομάδας, ομίλου, ομάδα που, της ομάδας
  • raschiare στα ελληνικά - ρουμάνι, θάμνοι, χαμόδεντρα, τρίβω, ξύνω, ξύστε, ξύσιμο, ...
Τυχαίες λέξεις
Vocabolario στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λεξιλόγιο, λεξικό, λεξιλογίου, το λεξιλόγιο, ασκήσεις, λεξιλόγιό