Λεξικό στα ιταλικά

Μετάφραση: λεξικό, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vocabolario, lessico, dizionario, Inglese, dizionario Dizionario, dizionario Dizionario di, nel dizionario
Λεξικό στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λεξικό

λεξικό δημητράκου, λεξικό λογοτεχνικών όρων, λεξικό οικονομικών όρων, λεξικό συνωνύμων, λεξικό αγγλικών, λεξικό λεξικό γλώσσας ιταλικά, λεξικό στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • λεμφικός στα ιταλικά - linfoide, linfoidi, linfatico, linfatica, linfatici
  • λεμόνι στα ιταλικά - limone, di limone, al limone, il limone, del limone
  • λεξιλόγιο στα ιταλικά - vocabolario, dizionario, lessico, di lessico, il vocabolario, vocaboli
  • λεονταρισμοί στα ιταλικά - infuriato, impetuoso, blustering, spaccone, tempestoso
Τυχαίες λέξεις
Λεξικό στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: vocabolario, lessico, dizionario, Inglese, dizionario Dizionario, dizionario Dizionario di, nel dizionario