Λέξη: κατηγορούμενος

Σχετικές λέξεις: κατηγορούμενος

ονειροκρίτης κατηγορούμενος, δις κατηγορούμενος, κατηγορούμενος συνωνυμο, κατηγορούμενος στα αγγλικά, κατηγορούμενος αγγλικα, κατηγορούμενος μετάφραση, κατηγορούμενος συνώνυμα, κατηγορούμενος για αναρχία, κατηγορούμενος ο έρως, κατηγορούμενος ο έρως 1962

Συνώνυμα: κατηγορούμενος

εναγόμενος

Μεταφράσεις: κατηγορούμενος

κατηγορούμενος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
defendant, accused, charged, accused person, charged with

κατηγορούμενος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acusado, acusados, acusada, acusó, acusado a

κατηγορούμενος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beklagter, angeklagte, beklagte, angeklagter, beschuldigte, angeklagt, Angeklagte, beschuldigt, Angeklagten

κατηγορούμενος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accusés, accusa, accusé, accusâmes, accusèrent, défendeur, accusai, accusée, accusées, prévenu, inculpé, l'accusé

κατηγορούμενος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accusato, accusati, imputato, accusata, imputati

κατηγορούμενος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
defender, acusado, réu, defenda, acusados, acusou, acusada, arguido

κατηγορούμενος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verweerder, beklaagde, aangeklaagde, beschuldigde, beschuldigd, verdachte, verweten

κατηγορούμενος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обвиняемый, ответчик, подсудимый, обвиняемого, обвинил, обвинили, обвиняют

κατηγορούμενος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
anklaget, beskyldt, tiltalte, beskyldte, siktede

κατηγορούμενος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
svarande, talade, anklagade, anklagas, anklagades, anklagad

κατηγορούμενος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
altavastaaja, syytetty, vastaaja, syytetään, syytti, syytetyn, syytettiin

κατηγορούμενος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
anklagede, anklaget, beskyldt, tiltalte, beskyldte

κατηγορούμενος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obviněný, obžalovaný, obviněn, obvinil, obviněného

κατηγορούμενος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
podsądny, oskarżony, oskarżonego, oskarżył, oskarżonych, oskarżeni

κατηγορούμενος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vádlott, terhelt, azzal vádolta, vádolt, vádolta, vádolják

κατηγορούμενος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sanık, suçladı, suçlanan, suçlanıyor, itham

κατηγορούμενος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підсудний, відповідач, обвинувачуваний, підсудні, обвинувачений, звинувачений, звинувачуваний, обвинуваченого

κατηγορούμενος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i akuzuar, akuzuar, akuzoi, akuzuan, të akuzuar

κατηγορούμενος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обвинен, обвини, обвиняемия, обвинени, обвиняемият

κατηγορούμενος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абвінавачваны, абвінавачаны, абвінавачваецца, які абвінавачваецца, абвінавачваемы

κατηγορούμενος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kostja, süüalune, kaebealune, süüdistatav, süüdistatakse, süüdistatava, süüdistatud, süüdistas

κατηγορούμενος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
okriviti, optuženik, tuženik, okrivljeni, optužiti, tužiti, optužen, optuženi, optužio, optuženog

κατηγορούμενος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sakaður, ákærða, ásakaði, sakaði, sakaður um

κατηγορούμενος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
reus

κατηγορούμενος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kaltinamasis, kaltinamas, apkaltintas, apkaltino, kaltinamojo

κατηγορούμενος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apsūdzētais, apvainots, apsūdzēja, apsūdzēti, apsūdzēts

κατηγορούμενος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
обвинет, обвинети, го обвини, обвини, ја обвини

κατηγορούμενος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
acuzat, a acuzat, acuzați, acuzată, acuzate

κατηγορούμενος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obtožen, obtožil, obtoženi, obtožili, obtožena

κατηγορούμενος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obžalovaný, obvinený, žalovaný, žalovaná, žalovaná strana
Τυχαίες λέξεις