Λέξη: κατηγορώ

Σχετικές λέξεις: κατηγορώ

κατηγορώ τους δυνατούς, κατηγορώ συνώνυμο, κατηγορώ ετυμολογία, κατηγορώ εμίλ ζολά, κατηγορώ το κκε με μάρτυρα το ίδιο, κατηγορώ του ζολά, κατηγορώ το κορμί μου, κατηγορώ συνώνυμα, κατηγορώ την κοινωνία, κατηγορώ τους ανθρώπους

Συνώνυμα: κατηγορώ

κατακρίνω, επικρίνω, διαβάλλω, κακολογώ, δυσφημώ, επιβαρύνω, επιφορτίζω, ζητώ, καταμαρτυρώ, φορτίζω, αποδίδω, καταγγέλλω, ενάγω, εγκαλώ, καταγγέλω, απαγγέλλω κατηγορικά, μέμφομαι, ενοχοποιώ

Μεταφράσεις: κατηγορώ

κατηγορώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
allege, indict, accuse, blame, reproach, impeach, decry

κατηγορώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acriminar, inculpar, acusar, alegar, culpar, incriminar, culpa, la culpa, culpas, culpabilidad

κατηγορώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beschuldigen, anklagen, sagen, Schuld, Tadel, Schuldzuweisungen

κατηγορώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
alléguez, allèguent, maintenir, accusent, prétendre, instaurer, accuser, accusons, citer, alléguer, affirmer, inculper, alléguons, incriminer, blâme, responsabilité, faute, le blâme, blâmer

κατηγορώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
imputare, accusare, addebitare, incolpare, incriminare, tacciare, caricare, colpa, biasimo, responsabilità, colpe, la colpa

κατηγορώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inculpar, denunciar, alegar, culpar, acusar, arguir, culpa, a culpa, culpas, responsabilidade, da culpa

κατηγορώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verklikken, aanbrengen, aangeven, beschuldigen, betichten, klikken, aanklagen, schuld, blaam, verwijten, de schuld, schuld van

κατηγορώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ссылаться, порицать, приписывать, обвинить, приписать, обвинять, утверждать, придираться, винить, инкриминировать, твердить, вина, вину, виноват, виноваты

κατηγορώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
anklage, påstå, skylden, skyld, klandre, skylda, skylde

κατηγορώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skulden, klander, skylla, skuld, klandra

κατηγορώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
syyttää, väittää, esittää, sanoa, syyllinen, syyllisiä, syyllisyyttä, syyllisyydestä

κατηγορώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
anklage, skylden, skyld, skyde skylden

κατηγορώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obvinit, obžalovat, tvrdit, vypovídat, uvádět, prohlásit, vina, vinu, viny, vině, obviňování

κατηγορώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
utrzymywać, twierdzić, przytaczać, zakładać, przypuszczać, oskarżyć, obwiniać, powoływać, zatwierdzać, oskarżać, zarzucać, wina, winić, zarzut, winy, winę

κατηγορώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szemrehányás, hibáztat, hibás, hibáztatni, felelősséget

κατηγορώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
suçlama, suçu, günah, suç, suçlamak

κατηγορώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стверджувати, пошліться, звинувачувати, показник, приписати, дороговказ, звинувачуйте, затверджувати, індикатор, лічильник, витік, обвинувачувати, вина, провина

κατηγορώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fajësoj, faj, fajësim, mëkat, faji, fajin

κατηγορώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вина, вината, на вина, обвинения, виновен

κατηγορώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
віна, віны

κατηγορώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
süüdistama, süü, süüdistada, süüdi, süüd, süüdistamine

κατηγορώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
optužiti, akuzativ, tužiti, izjaviti, tvrditi, navoditi, krivica, Kriv, Krivnja, okrivljavanje, kriviti

κατηγορώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ásaka, ákæra, sök, kenna, sökin, að sökin, sökin á

κατηγορώ στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
arguo

κατηγορώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kaltinti, kaltė, kaltas, papeikimas, barti

κατηγορώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apsūdzēt, vainot, vaina, vainas, vaino, vainu

κατηγορώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вината, обвинуваат, вина, обвинување, обвинува

κατηγορώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
acuza, vină, vina, prihană, culpabilizare, vinei

κατηγορώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obžalovat, krivdo, blame, krivda, krivde, kriva

κατηγορώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obžalovať, vina, vinu, viny
Τυχαίες λέξεις