Λέξη: κατηγορηματικός

Σχετικές λέξεις: κατηγορηματικός

κατηγορηματικός προσδιορισμός, κατηγορηματικός λογισμός πρώτης τάξης, κατηγορηματικός προσδιορισμός στα λατινικά, κατηγορηματικός προσδιορισμός λατινικά, κατηγορηματικός λογισμός, κατηγορηματικός συνώνυμα, κατηγορηματικόσ συνώνυμο, κατηγορηματικός προσδιορισμός νέα ελληνικά, κατηγορηματικός λεξικό

Συνώνυμα: κατηγορηματικός

αποφασιστικός, καθοριστικός, σαφής, ρητός, θετικός, απόλυτος, δηλωτικός

Μεταφράσεις: κατηγορηματικός

κατηγορηματικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
assertive, explicit, categorical, predicative, emphatic

κατηγορηματικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
expreso, asertivo, perentorio, afirmativo, asertiva, firme

κατηγορηματικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verständlich, explizit, ausdrücklich, selbstbewusst, bestimmt, durchsetzungsfähig, durchsetzungs, assertive

κατηγορηματικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
lucide, autoritaire, catégorique, affirmatif, formel, délibéré, distinct, manifeste, décisif, clair, ferme, prononcé, expressément, décidé, évident, net, péremptoire, assuré, affirmer, affirmée, assertif

κατηγορηματικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
assertivo, assertive, assertiva, assertivi, decisa

κατηγορηματικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
assertivo, assertiva, assertive, assertivos, afirmativo

κατηγορηματικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zelfbewust, assertief, assertieve, assertiever, assertief te

κατηγορηματικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
утвердительный, внятный, подробный, точный, напористый, догматический, явный, выразительный, самоуверенный, явственный, ясный, напористой, напористым, настойчивыми, напористыми

κατηγορηματικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
påståelig, sikker, selvsikker, pågå, pågående

κατηγορηματικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
påstridig, Självsäker, bestämd, offensiv, självsäkra

κατηγορηματικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
paljastava, selkeä, itsevarma, assertive, vakuuttava, vakuuttavampi, vakuuttavampaa

κατηγορηματικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
selvhævdende, selvsikker, assertiv, selvbevidst, assertive

κατηγορηματικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
jasný, kladný, pozitivní, zřejmý, průbojný, výslovný, jednoznačný, souhlasící, rozhodný, energický, neskrývaný, explicitní, zřetelný, asertivní, sebevědomý, asertivnější, příliš sebevědomý

κατηγορηματικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyraźny, asertywny, jasny, jawny, stanowczy, apodyktyczny, asertywne, asertywnym

κατηγορηματικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
öntudatos, bizonygató, önző, magabiztos, asszertív, rámenős

κατηγορηματικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iddialı, iddialı bir, iddial, iddalı, girişken

κατηγορηματικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ствердний, догматичний, експліцитний, влучний, виразний, ясний, докладний, напористий, наполегливий, напориста, напористі

κατηγορηματικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i sigurt, kategorik, sigurt, të sigurt, këmbëngulës

κατηγορηματικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отстояващ, утвърждаваща, категорична, асертивен, асертивно

κατηγορηματικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
напорысты, настырная, Сур'ёзны, напорыстая, Упарты

κατηγορηματικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sõnaselge, ennast läbisuruv, veenev, veenva, enesekindla, ennast maksma

κατηγορηματικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
eksplicitan, izričan, deklarativan, uporan, jasan, izričita, izričit, asertivni, samopouzdan, pun pouzdanja

κατηγορηματικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eindreginn, assertive, fastheldni, ágengari

κατηγορηματικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
užsispyręs, Prasiveržiantis, ryžtingesnis, atkakliais, kategoriško

κατηγορηματικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
neatlaidīgs, pārliecinošs, pārliecinošāka, uzstājīgs, uzstājīga

κατηγορηματικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
наметливо, поагресивна, наметливата, самоуверени

κατηγορηματικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
hotărât, asertiv, asertivă, fermă, asertive

κατηγορηματικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
samozavesten, samozavestna, odločnejša, asertivno, samozavestni

κατηγορηματικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
neskrývaný, výslovný, rozhodný, energický, určitý, asertívny, asertívne, asertívnej, asertívna, asertívnu
Τυχαίες λέξεις