Anulirati στα ελληνικά
Μετάφραση: anulirati, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανακαλώ, ακυρώνω, εκκενώνω, αδειάζω, ακυρώσει, να ακυρώσει, ακυρώσει την, να ακυρώσει την, ακύρωση
Μεταφράσεις
- antropologija στα ελληνικά - ανθρωπολογία, Ανθρωπολογίας, την ανθρωπολογία, της ανθρωπολογίας, Ανθρωπολογικού
- anuitet στα ελληνικά - πρόσοδος, προσόδου, πρόσοδο, ετήσιας προσόδου, προσόδων
- anđeo στα ελληνικά - άγγελος, αγγέλου, άγγελο, Ο Angel, αγγέλων
- anđeoske στα ελληνικά - άγγελος, αγγέλου, άγγελο, Ο Angel, αγγέλων
Τυχαίες λέξεις
Anulirati στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανακαλώ, ακυρώνω, εκκενώνω, αδειάζω, ακυρώσει, να ακυρώσει, ακυρώσει την, να ακυρώσει την, ακύρωση
Μεταφράσεις: ανακαλώ, ακυρώνω, εκκενώνω, αδειάζω, ακυρώσει, να ακυρώσει, ακυρώσει την, να ακυρώσει την, ακύρωση