Λέξη: ένιωθα
Μεταφράσεις: ένιωθα
ένιωθα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
felt, I felt, feel, I was feeling
ένιωθα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fieltro, sentí, sentía, me sentí, me sentía, que sentí
ένιωθα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
empfinden, empfunden, gefühlt, filz, abgetastet, fühlte, betasten, spüren, fühlen, ich fühlte mich, ich fühlte, ich spürte, fühlte ich mich
ένιωθα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sentie, sentirent, sentîmes, senti, senties, feutre, je me sentais, je me suis senti, je ai senti, je sentais, je ai ressenti
ένιωθα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
feltro, sentivo, sentii, mi sentivo, ho sentito, mi sono sentito
ένιωθα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
feltro, senti-me, eu me senti, eu senti, eu me sentia, eu sentia
ένιωθα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vilt, ik voelde, ik voelde me, voelde ik, voelde ik me, ik vond
ένιωθα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
фетр, войлок, Я чувствовал,, Я чувствовал, я почувствовал, я чувствовал себя
ένιωθα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
filt, jeg følte, jeg følte meg, følte jeg, følte, jeg følte at
ένιωθα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
filt, jag kände, jag kände mig, kände jag, kände jag mig, jag kände att
ένιωθα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aistittava, huopa, viltti, peite, peitto, tunsin, minusta tuntui, tuntui
ένιωθα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
filt, jeg, I
ένιωθα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
filc, plsť, cítil jsem se, cítil jsem, cítila jsem se, jsem cítil, jsem se cítil
ένιωθα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pilśń, odczulenie, filcowanie, pilśnić, wyczuć, filcować, wojłok, filc, pilśnienie, czułem, poczułem, Czułam, czułem się
ένιωθα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nemez, filc, éreztem, úgy éreztem, éreztem magam
ένιωθα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
keçe, Ben, I, ı, bir
ένιωθα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
фетр, повсть, фетровий, Я
ένιωθα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndjeva, unë ndjeva, U ndjeva, E ndjeva, ndjeja
ένιωθα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
филц, чувствах, усетих, почувствах, чувствах се, почувствах се
ένιωθα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
Я
ένιωθα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tundis, aimatav, vilt, tundsin, ma tundsin, tundsin end
ένιωθα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pust, filc, osjećaja, osjećala, osjećao, osjetio, osjetila, osjeća
ένιωθα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ég, I, sem ég, að ég
ένιωθα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
fetras, veltinis, Aš jaučiau,, Aš jaučiau, Aš jaučiausi
ένιωθα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
filcs, Es jutos, Es jutu, sajutu, es sajutu
ένιωθα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Се чувствував, почувствував, чувствував, се почувствував, ми се чинеше
ένιωθα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fetru, M-am simțit, am simțit, am simtit
ένιωθα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
žamet, počutil sem, sem se počutil, počutil sem se, Čutila sem, sem čutil
ένιωθα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
cítil