Dodirljiv στα ελληνικά

Μετάφραση: dodirljiv, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απτός, απλός, ψηλαφητός, απτομένων, να αγγιχτεί, απτόμενων
Dodirljiv στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dodir στα ελληνικά - σύγκρουση, ορμή, κρούση, επίδραση, αφή, επαφή, άγγιγμα, ...
  • dodirivanje στα ελληνικά - επαφή, συγκινητικό, συγκινητική, αγγίζοντας, άγγιγμα
  • dodirljivost στα ελληνικά - απτότητα, απτότητας, κατανοητότητά, κατανοητότητά τους, υλική υπόσταση
  • dodirni στα ελληνικά - απτός, αφής, ανάγλυφη, απτική, απτικής
Τυχαίες λέξεις
Dodirljiv στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απτός, απλός, ψηλαφητός, απτομένων, να αγγιχτεί, απτόμενων