Iščašiti στα ελληνικά
Μετάφραση: iščašiti, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποσπώ, εξαρθρώνω, στραμπουλίζω, εξάρθρωση, στραγγουλίζω, στραγγούλισμα
Μεταφράσεις
- išpartati στα ελληνικά - επενδύω, γραμμή, παρατάσσω, ρυτίδα
- išta στα ελληνικά - αυξάνω, οτιδήποτε, κάτι, τίποτα, τίποτε, πάντα
- iščekivanje στα ελληνικά - προσδοκία, προσδόκιμο, προσδόκιμου, το προσδόκιμο, του προσδόκιμου
- iščekivati στα ελληνικά - αναμένω, περιμένω, περιμένετε, περιμένει, περιμένουμε, wait
Τυχαίες λέξεις
Iščašiti στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποσπώ, εξαρθρώνω, στραμπουλίζω, εξάρθρωση, στραγγουλίζω, στραγγούλισμα
Μεταφράσεις: αποσπώ, εξαρθρώνω, στραμπουλίζω, εξάρθρωση, στραγγουλίζω, στραγγούλισμα