Λέξη: κακομεταχειρίζομαι

Συνώνυμα: κακομεταχειρίζομαι

κακοποιώ, χειρίζομαι κακώς

Μεταφράσεις: κακομεταχειρίζομαι

κακομεταχειρίζομαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
maltreat, manhandle, mishandle, mistreat, misuse

κακομεταχειρίζομαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
maltratar, maltratar a, manhandle, maltratan, o llaman

κακομεταχειρίζομαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hieven, manhandle, mißhandeln, misshandeln, grob behandeln

κακομεταχειρίζομαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
maltraiter, brutaliser, malmener

κακομεταχειρίζομαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
maltrattare, manovrare, manhandle

κακομεταχειρίζομαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
maltratar, calunie, manhandle, manipular, tratar com rudeza

κακομεταχειρίζομαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toetakelen, manhandle, door menskracht bewegen, ruw behandelen

κακομεταχειρίζομαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
попирать, пренебрегать, пренебречь, помыкать, избивать, грубо обращаться

κακομεταχειρίζομαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
manhandle, litt røff, flytte firkant, å manhandle, ikke flytte firkant

κακομεταχειρίζομαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
manhandle, FLYTTA

κακομεταχειρίζομαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mukiloida, pidellä pahasti, siirtää käsivoimin

κακομεταχειρίζομαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mishandle, forcere, at mishandle

κακομεταχειρίζομαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
týrat, přemístit, zaházet s kým brutálně

κακομεταχειρίζομαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
maltretować, znęcać, obrabiać, sponiewierać, manhandle, brutalizować, przenieść ręcznie

κακομεταχειρίζομαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megtépáz, pár embert

κακομεταχειρίζομαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kaba kuvvete başvurmak, tartaklamak, manhandle, kol gücü ile yapmak, kaba kuvvete

κακομεταχειρίζομαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
солодовник, бити, лупцювати

κακομεταχειρίζομαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lëviz me dorë, keqtrajtoj, trajtoj me ashpërsi

κακομεταχειρίζομαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
малтретирам, отнасям се грубо с, отнасям се грубо, придвижвам с ръце, помествам с ръце

κακομεταχειρίζομαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зьбіваць, збіваць, біць

κακομεταχειρίζομαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jõhkralt kohtlema, Mukiloida, Hoida tõsiselt, inimjõul toimetama, inimjõul

κακομεταχειρίζομαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
maltertirati, ručno prenositi

κακομεταχειρίζομαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
manhandle

κακομεταχειρίζομαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
brutaliai elgtis, Perkelti, Brutalizować, kilnoti rankomis, Grubaus kreiptis

κακομεταχειρίζομαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārvietot, rupji apieties

κακομεταχειρίζομαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
малтретирам, наводното непристојно однесување

κακομεταχειρίζομαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
manhandle

κακομεταχειρίζομαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
manhandle, Maltertirati

κακομεταχειρίζομαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
premiestniť, presunúť, premiestňovať, premiestnenie, premiestni
Τυχαίες λέξεις