Ispitivati στα ελληνικά
Μετάφραση: ispitivati, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ερευνώ, ερωτώ, ερώτημα, αναλύω, να εξετάσει, εξετάσει, εξετάζει, εξετάσουν, εξετάζουν
Μεταφράσεις
- ispitati στα ελληνικά - εξερευνώ, ερώτημα, ερωτώ, ερευνώ, επιθεωρώ, εποπτεύω, να εξετάσει, ...
- ispitivanje στα ελληνικά - δοκιμασία, άποψη, ανάκριση, αγναντεύω, διεργασία, έρευνα, δίκη, ...
- ispitivač στα ελληνικά - εξερευνώ, εξετάζω, καθετήρας, εξεταστής, εξεταστή, εξετάστριας, εξετάστρια
- ispitu στα ελληνικά - εξέταση, εξετάσεις, εξετάσεων, εξέτασης, διαγωνισμό
Τυχαίες λέξεις
Ispitivati στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ερευνώ, ερωτώ, ερώτημα, αναλύω, να εξετάσει, εξετάσει, εξετάζει, εξετάσουν, εξετάζουν
Μεταφράσεις: ερευνώ, ερωτώ, ερώτημα, αναλύω, να εξετάσει, εξετάσει, εξετάζει, εξετάσουν, εξετάζουν