Λέξη: προτεραιότητα

Σχετικές λέξεις: προτεραιότητα

προτεραιότητα τελεστών, προτεραιότητα στον πολίτη, προτεραιότητα πράξεων, προτεραιότητα κοκ, προτεραιότητα συνώνυμα, προτεραιότητα αννα βισση, προτεραιότητα παπαρίζου, προτεραιότητα στιχοι, προτεραιότητα σε κυκλικό κόμβο, προτεραιότητα από δεξιά

Συνώνυμα: προτεραιότητα

προτεραιότης, αρχαιότητα, αρχαιότης, πρεσβεία, προβάδισμα, προήγηση, πρώτος όρος αναλογίας

Μεταφράσεις: προτεραιότητα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
priority, precedence, a priority, priority to, priority for
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
prioridad, preferencia, precedencia, prioritario, prioritaria, de prioridad, prioridades
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vorzug, priorität, vorrang, Priorität, Vorrang, Prioritäts, vorrangigen, vorrangig
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
préférence, primauté, préséance, antériorité, priorité, prioritaire, la priorité, priorités, prioritaires
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
priorità, precedenza, prioritario, prioritaria, la priorità, di priorità
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
prioridade, prioritário, prioritária, prioridades, de prioridade
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
prioriteit, voorrang, prioritaire, prioritair, prioriteiten
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
главенство, очередность, приоритет, первенство, преимущество, старшинство, приоритетом, приоритетным, приоритетов, приоритетных
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forrang, forkjørsrett, prioritet, prioritert, prioritets, prioritere, prioriteres
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
prioritet, prioritering, prioriteras, prioriterade, prioritera
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
prioriteetti, tärkeysjärjestys, etusija, etusijalle, ensisijaisten, ensisijainen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
prioritet, prioriteret, prioriterede, prioritering, prioritere
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
priorita, přednost, prvenství, prioritou, prioritu, prioritní, priority
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uszeregowanie, priorytet, pierwszeństwo, priorytetem, priorytetu, priorytetowe
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
prioritás, prioritási, prioritást, elsőbbséget, prioritásként
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
öncelik, üstünlük, öncelikli, önceliği, önceliktir, öncelikli bir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пріоритет
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
prioritet, përparësi, prioriteti, prioritet i, prioritare
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
приоритет, приоритетно, приоритетна, предимство, приоритетни
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прыярытэт
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eesõigus, prioriteet, eelisõigus, prioriteediks, prioriteetsete, prioriteetse, prioriteedi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prvenstvo, prioritet, prednost, prioritetom, prioriteta, prioritetno, prioritetni
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
forgang, forgangsverkefni, forgangsmál, forgangur, forgangsatriði
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prioritetas, pirmenybė, prioritetu, pirmenybę, prioritetą
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
prioritāte, prioritāti, prioritātei, prioritātēm
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
приоритет, приоритетните, приоритетни, приоритетна, приоритет на
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
prioritate, prioritar, prioritare, prioritatea, prioritară
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prioriteta, prednost, prednostna naloga, prednostna, prednostni
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
priorita, prioritu, prioritou, priority, priorita pre

Στατιστικά δημοτικότητας: προτεραιότητα

Τυχαίες λέξεις