Λέξη: εύρος
Σχετικές λέξεις: εύρος
εύρος τιμών, εύρος ζώνης, εύρος στατιστική, εύρος αντωνίου - αετοί και άγγελοι στίχοι, εύρος συνώνυμο, εύρος κατανομής ερυθρών, εύρος τιμών excel, εύρος αντωνίου, εύρος αντωνίου - με ποτά τσιγάρα και ξενύχτια stixoi, εύρος κατανομής αιμοπεταλίων
Συνώνυμα: εύρος
πλάτος, φάρδος, ευρύτητα, αφθονία, υψηστή τιμή ρεύματος, ρεύμα υψηλής ποσότητας
Μεταφράσεις: εύρος
εύρος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
amplitude, width, range, range of, scope
εύρος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
amplitud, ancho, anchura, ancho de, anchura de, la anchura
εύρος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schwingungsweite, amplitude, Breite, Breiten, Weite
εύρος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
opulence, abondance, richesse, amplitude, largeur, la largeur, largeur de, de largeur, une largeur
εύρος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ampiezza, larghezza, larghezza di, la larghezza, di larghezza
εύρος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
largura, largura de, largura do, largura da, de largura
εύρος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
amplitude, breedte, wijdte, breed, breedte van, de breedte
εύρος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
простор, широта, обилие, изобилие, обширность, довольство, полнота, размах, благосостояние, амплитуда, ширина, ширины, ширину, шириной, ширине
εύρος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bredde, bredden
εύρος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
amplitud, vidd, bredd, bredden
εύρος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
amplitudi, voimakkuus, leveys, leveyden, leveyttä, width, leveydestä
εύρος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bredde, bredden, width, bredde på
εύρος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozsah, rozkmit, bohatství, amplituda, velikost, šířka, šíře, šířku, šířky, Šírka
εύρος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obfitość, amplituda, szerokość, szerokości, width, szer
εύρος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
amplitúdó, szélesség, szélessége, szélességét, szélességű, széles
εύρος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
genişlik, genişliği, width, eni, genişliğini
εύρος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
амплітудна, амплітудне, повнота, обшир, простір, ширина
εύρος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjerësi, gjerësia, width, Gjerėsia, gjerësia e
εύρος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
амплитуда, обилие, широчина, ширина, ширината, ширина на, широчина на
εύρος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шырыня
εύρος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
laius, amplituud, ulatus, laiusega, laiuse, laiust, laiusest
εύρος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
opseg, širina, amplitude, bogatstvo, amplituda, širine, širinu, width, širini
εύρος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
breidd, yfir borðið, borðið, breiddin
εύρος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
plotis, pločio, plotį, storis, width
εύρος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
platums, platuma, platumu, platumam, Width
εύρος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ширина, ширината, широчина, широчината, ширина на
εύρος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lățime, latime, lățimea, latimea, lățime de
εύρος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
amplituda, širina, širine, širino, śirina, širini
εύρος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
šírka, mm Šírka
Στατιστικά δημοτικότητας: εύρος
Τυχαίες λέξεις