Krečiti στα ελληνικά

Μετάφραση: krečiti, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασπρίζω, ασβεστώνω, ασβεστόνερο, ασβέστη, συγκάλυψη, κιμωλία
Krečiti στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • krevet στα ελληνικά - καναπές, ανάκλιντρο, ντιβάνι, κρεβάτι, κλίνης, κλίνη, κρεβατιού, ...
  • kreč στα ελληνικά - γύψος, ασβέστης, λευκοπλάστης, ασπρίζω, άσβεστος, λάιμ, ασβέστη, ...
  • krečnjak στα ελληνικά - ασβεστόλιθος, ασβεστόλιθο, ασβεστόλιθου, ασβεστολιθικά, ασβεστολίθου
  • krečnjački στα ελληνικά - ασβεστώδης, ασβεστολιθικά, ασβεστούχα, ασβεστολιθικό, ασβεστολιθικών
Τυχαίες λέξεις
Krečiti στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασπρίζω, ασβεστώνω, ασβεστόνερο, ασβέστη, συγκάλυψη, κιμωλία