Mjeriti στα ελληνικά
Μετάφραση: mjeriti, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταθμίζω, μέτρο, μετρώ, ζυγίζω, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
Μεταφράσεις
- mjerilo στα ελληνικά - κριτήριο, πρότυπο, νόρμα, μέτρο, μετρώ, τη μέτρηση, μέτρηση της, ...
- mjeritelj στα ελληνικά - τοπογράφος, καταμετρητής, μετρητής, μετρητή, measurer, μετρητή αποστάσεων
- mjerljiv στα ελληνικά - αξιοσημείωτος, αισθητός, μετρήσιμη, μετρήσιμο, μετρήσιμα, μετρήσιμους, μετρήσιμες
- mjerni στα ελληνικά - μέτρησης, μετρήσεων, μετρήσεως, μέτρηση, μέτρησης που
Τυχαίες λέξεις
Mjeriti στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταθμίζω, μέτρο, μετρώ, ζυγίζω, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
Μεταφράσεις: σταθμίζω, μέτρο, μετρώ, ζυγίζω, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν