Λέξη: πατέρας

Σχετικές λέξεις: πατέρας

πατέρας ελπίδιος 2014, πατέρας τσίγκος, πατέρας ελπίδιος, πατέρας αθηναγόρας, πατέρας της ιστορίας, πατέρας παίσιος, πατέρας και γιος, πατέρας ονειροκρίτης, πατέρας και γιος ταινία, πατέρας ανδρέας κονάνος

Συνώνυμα: πατέρας

μπαμπάς, παπά

Μεταφράσεις: πατέρας

πατέρας στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
father, father of, dad, the father

πατέρας στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
padre, el padre, papá, padre de

πατέρας στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
begründer, zeugen, gründer, vater, Vater, Vaters, der Vater

πατέρας στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
père, engendrer, fondateur, le père

πατέρας στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
babbo, padre, il padre, papà

πατέρας στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pai, gordo, gordura, o pai, padre

πατέρας στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vader, papa, vaartje, ouder, vaders, de vader, vader van

πατέρας στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
родитель, родоначальник, основатель, отец, батюшка, папа, учредитель, батя, патер, предок, папаша, прародитель, отца, отцом

πατέρας στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
far, faren, fars

πατέρας στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
far, pappa, fader, fadern, fars

πατέρας στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
isä, pappa, perustaja, faija, isänsä, isän, isäni, isäsi

πατέρας στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fader, far, Fader, faderen, fars

πατέρας στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
otec, otce, otcem, otci, táta

πατέρας στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
teść, tata, praojciec, ksiądz, ojciec, ojca, ojcem

πατέρας στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
atya, páter, apa, apja, atyja, édesapja, apját

πατέρας στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
baba, kaka, babası, babam, babasının, baban

πατέρας στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
татко, батько, тато, отець

πατέρας στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
atë, baba, babai, babai i, i ati, ati i

πατέρας στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отец, баща, на баща, бащата, бащата на, бащиния

πατέρας στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бацька, айцец

πατέρας στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
isa, rajaja, sigitama, isale, isaga, isaks

πατέρας στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
otac, oca, je otac, otac je, ocu

πατέρας στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
faðir, föður, pabbi, faðirinn, að faðir

πατέρας στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
abbas, pater

πατέρας στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tėvas, pradininkas, tėvo, tėvu, tėvą, tėvui

πατέρας στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tēvs, tēvu, tēvam, tēva

πατέρας στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
таткото, татко, таткото на, отец, на татко

πατέρας στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fondator, tată, tatăl, tatălui, tatal, tata

πατέρας στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ata, táta, oče, očeta, oče je, je oče

πατέρας στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
otec, otca, otcom

Στατιστικά δημοτικότητας: πατέρας

Τυχαίες λέξεις