Mjestimični στα ελληνικά
Μετάφραση: mjestimični, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακίνητος, σταθερός, στάσιμος, στάσει, σε στάση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- mjesni στα ελληνικά - ντόπιος, τοπικός, ιθαγενής, ακίνητος, τοπικές, τοπικό, τοπικών, ...
- mjestimičan στα ελληνικά - σποραδικός, σποραδικές, σποραδική, σποραδικά, σποραδικής
- mjesto στα ελληνικά - δείχνω, μέρος, οίκος, πόστο, κατάσταση, τόπος, χώρος, ...
- mjestu στα ελληνικά - τοποθετώ, τόπος, μέρος, θέση, τόπο, χώρα
Τυχαίες λέξεις
Mjestimični στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακίνητος, σταθερός, στάσιμος, στάσει, σε στάση
Μεταφράσεις: ακίνητος, σταθερός, στάσιμος, στάσει, σε στάση