Λέξη: στέψη

Σχετικές λέξεις: στέψη

στέψη βασίλισσας ελισάβετ, στέψη της ποππαίας, στέψη ναπολέοντα, στέψη φράγματος, στέψη βυζαντινού αυτοκράτορα, στέψη καρλομάγνου, ονειροκρίτης στέψη, στέψη του ναπολέοντα

Μεταφράσεις: στέψη

στέψη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
coronation, wedding ceremony, crowning, crown, crowned

στέψη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
coronación, la coronación, de coronación, coronación de, de la coronación

στέψη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
krönung, Krönung, Krönungs

στέψη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sacre, couronnement, coronación, le couronnement

στέψη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
incoronazione, dell'incoronazione, l'incoronazione, coronation, di incoronazione

στέψη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
coroação, Coronation, de coroação, da coroação, coronación

στέψη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kroning, Coronation, de Kroning, kroning van, van de Kroning

στέψη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
коронация, завершение, коронование, коронации, Coronation, коронационный

στέψη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kroning, kroningen, Coronation, kronings, kronet

στέψη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kröning, kröningen, Coronation, krönings, corona

στέψη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kruunajaiset, kruunaus, Coronation, kruunajaisten, kruunajaisiin

στέψη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kroning, Coronation, kroningen, kronet

στέψη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
korunovace, Coronation, korunovační, korunovaci, korunovačním

στέψη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
koronacja, koronacji, koronacyjny, Ukoronowanie, coronation

στέψη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
koronázás, koronázási, koronázása, a koronázási, koronázó

στέψη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
taç giyme, giyme, taç, coronation, taç giyme töreni

στέψη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вивершення, коронація, завершення, коронування, Криниця

στέψη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kurorëzim, kurorëzimi, kurorëzimit, kurorëzimin

στέψη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
коронация, коронацията, коронясването, коронясване, коронацията на

στέψη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
каранацыя, каранаванне, каранацыі

στέψη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kroonimine, Coronation, kroonimise, kroonimist, kroonimisel

στέψη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
krunisanje, krunjenje, mrtvozornik, krunidba, Coronation, krunidbu, krunidbena

στέψη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Coronation

στέψη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
karūnavimas, karūnavimo, Coronation, karūnacijos

στέψη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kronēšana, Coronation, kronēšanas

στέψη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
крунисувањето, крунисување, крунисан, крунисувањето на

στέψη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
încoronare, încoronarea, încoronării, de încoronare, incoronare

στέψη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kronanje, kronanju, Coronation, kronanja, ob kronanju

στέψη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
korunovácie, korunovácia, korunováciu
Τυχαίες λέξεις