Odvažnost στα ελληνικά
Μετάφραση: odvažnost, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γενναιότητα, θάρρος, τόλμη, την τόλμη, παρρησία, τόλμης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- odvajati στα ελληνικά - ξεχωριστός, χωριστός, ξεχωριστό, ξεχωριστή, χωριστή
- odvažan στα ελληνικά - τόλμημα, αποφασισμένος, θαρραλέος, γενναίος, τόλμη, τολμηρός, τολμηρή, ...
- odveo στα ελληνικά - παίρνω, πήρε, έλαβε, πήραν, ανέλαβε, έλαβαν
- odvesti στα ελληνικά - λαμβάνει, να λάβει, λαμβάνουν, λάβει, λάβουν
Τυχαίες λέξεις
Odvažnost στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γενναιότητα, θάρρος, τόλμη, την τόλμη, παρρησία, τόλμης
Μεταφράσεις: γενναιότητα, θάρρος, τόλμη, την τόλμη, παρρησία, τόλμης