Oka στα ελληνικά
Μετάφραση: oka, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οφθαλμός, μάτι, ματιών, οφθαλμού, των ματιών, ματιού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ojačanje στα ελληνικά - ενίσχυση, ενίσχυσης, οπλισμού, την ενίσχυση, ενισχύσεως
- ojačati στα ελληνικά - εμπεδώνω, ενδυναμώνω, καρδαμώνω, ενισχύω, βελτιώνομαι, ενισχύσει, να ενισχύσει, ...
- okajati στα ελληνικά - εξαγορά, λύτρα, απήγανος, μετανιώνω, εξιλεώνομαι, εξιλέουμαι, εξαγνίζομαι, ...
- okajavanje στα ελληνικά - εξιλέωση, εξιλέωσης, εξιλέωσιν, την εξιλέωση, επανόρθωση
Τυχαίες λέξεις
Oka στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οφθαλμός, μάτι, ματιών, οφθαλμού, των ματιών, ματιού
Μεταφράσεις: οφθαλμός, μάτι, ματιών, οφθαλμού, των ματιών, ματιού